σκαλτσούνι

σκαλτσούνι
το
(λ. ιταλ.)
1. είδος κάλτσας.
2. γλυκό αμυγδαλωτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαλτσούνι — το, Ν 1. είδος χοντρής μάλλινης κάλτσας που φοριέται κυρίως από άντρες αντί για παντόφλα μέσα στο σπίτι, τσουράπι 2. είδος νηστήσιμου αμυγδαλω τού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσούνι,… …   Dictionary of Greek

  • καλτσούνι — το 1. το καλτσόνι* 2. είδος γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδια, μέλι και κανέλα, αλλ. σκαλτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”